- καταυγασμος
- καταυγασμόςκατ-αυγασμόςὅ сияние, свет
(σελήνης Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σελήνης Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταυγασμός — ο (Α καταυγασμός) [καταυγάζω] άπλετος φωτισμός, φωταύγεια, λαμπρότητα φωτός, φεγγοβολή … Dictionary of Greek
καταυγασμῶν — καταυγασμός shining brightly masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταύγεια — καταύγεια, ἡ (Α) καταυγασμός*, φωτισμός, λαμπρότητα, το καθαρό ή λαμπρό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αύγεια (< αυγής < *αὖγος, το < αὐγή), πρβλ. αντ αύγεια, δι αύγεια] … Dictionary of Greek
φωταύγεια — η, ΝΜ, και φωταυγία Μ [φωταυγής] λαμπρότητα τού φωτός νεοελλ. 1. καταυγασμός, έντονος φωτισμός 2. φυσ. φαινόμενο εκπομπής, από ένα υλικό, ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας τής οποίας η ένταση είναι, για ορισμένα μήκη κύματος ή για ορισμένες στενές… … Dictionary of Greek